- ἀμφιστρατάομαι
- ἀμφι-στρατάομαι: besiege, only ipf., ἀμφεστρατόωντο, Il. 11.713†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀμφεστρατόωντο — ἀμφιστρατάομαι beleaguer imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιστρατόωντο — ἀ̱μφιστρατόωντο , ἀμφιστρατάομαι beleaguer imperf ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) ἀμφιστρατάομαι beleaguer imperf ind mp 3rd pl (epic) ἀμφιστρατάομαι beleaguer imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)